- εὐοίκητος
- εὐοίκ-ητος, ον,2 comfortable, of a house, Alex.Aphr. in Top.269.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευοίκητος — εὐοίκητος, ον (ΑΜ) [ευοικώ] 1. αυτός που έχει τοποθετηθεί ευνοϊκά, σε κατάλληλο χώρο, κατοικήσιμος («εὐοίκητος τόπος», Φιλοχ.) 2. (για σπίτι) άνετος … Dictionary of Greek
εὐοίκητος — favourably placed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοίκητον — εὐοίκητος favourably placed masc/fem acc sg εὐοίκητος favourably placed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)